Επίκαιρα

Ο ΝΟΜΟΣ 5039/2023 ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΙΛΥΣΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΘΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ «ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΑ» ΤΩΝ ΠΛΟΗΓΩΝ

Ο ΝΟΜΟΣ 5039/2023 ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΙΛΥΣΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΘΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ «ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΑ» ΤΩΝ ΠΛΟΗΓΩΝ

 

Το ήδη εθιμοτυπικά παγιωμένο καθεστώς των «ιδιωτικών χορηγιών» προς τους πλοηγούς της πλοηγικής υπηρεσίας, έρχεται να θεσμοθετήσει, για πρώτη φορά, ο πρόσφατος Νόμος 5039/2023 (ΦΕΚ 83/3.4.2023 – Τεύχος Α’) «Μέτρα στήριξης των συγγενών των θυμάτων και των πληγέντων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών της 28ης Φεβρουαρίου 2023, συνταξιοδοτική διάταξη, ρυθμίσεις για την ενίσχυση της ασφάλειας των συγκοινωνιών, διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης, παρεμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό της τουριστικής νομοθεσίας και άλλες επείγουσες διατάξεις». Πρόκειται για την μακροχρόνια και συστηματικά τηρούμενη εθιμοτυπική πρακτική, στο πλαίσιο της οποίας κάθε είδους ναυτιλιακές επιχειρήσεις, πλοιοκτήτριες εταιρείες και εταιρείες ναυτικών πρακτόρων είθισται να προσφέρουν προαιρετικά προς τους πλοηγούς και οι πλοηγοί να αποδέχονται «ιδιωτικές χορηγίες». Οι χορηγίες αυτές, όπως καθιερώθηκαν, εξωτερικεύουν εμπράκτως την ευγνωμοσύνη των φορέων της ναυτιλίας προς την πλοηγική υπηρεσία, για την υποδειγματική παρουσία και συνέπεια των πλοηγών, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Συνίστανται μάλιστα, κατά την πρακτική αυτή, είτε σε συμβολικά υλικά δώρα, είτε σε εύλογα χρηματικά ποσά «φιλοδωρήματα».  Η ομοιογενής αυτή ναυτική πρακτική, η οποία μετρά δεκαετίες, έχοντας προσλάβει τον χαρακτήρα εθίμου, στον τομέα της πλοηγικής και της ναυτιλίας, έχει διακριβωθεί επανειλημμένως, κατά το παρελθόν, τόσο σε αμιγώς θεωρητικό - δογματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο νομολογιακό. Πλείστες όσες δικαστικές αποφάσεις όλων των δικαιοδοτικών βαθμίδων έχουν, κατά καιρούς, κληθεί να αξιολογήσουν νομικά την καθιερωμένη αυτή πλοηγική τακτική εθιμοτυπία των «φιλοδωρημάτων», προεχόντως κατόπιν άσκησης ποινικών διώξεων σε βάρος πλοηγών, για την πράξη της αποδοχής των επίμαχων «φιλοδωρημάτων» από ναυτιλιακούς ιδιωτικούς φορείς, μεταξύ άλλων, και για το ποινικό αδίκημα της δωροληψίας υπαλλήλου, κατά το άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα.   Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 235 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιημένος ισχύει σήμερα,  «1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.  2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες.  3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.  […]». Η νομολογία του Αρείου Πάγου, αξιολογώντας, κατά περίπτωση, την ποινική ευθύνη των πλοηγών, για τις εκάστοτε κρινόμενες πράξεις αποδοχής των επίμαχων «φιλοδωρημάτων», από τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της καθιερωμένης αυτής ναυτικής εθιμοτυπίας, απέδιδε σταθερά τις εκάστοτε πράξεις των πλοηγών, σε (συγγνωστή) νομική πλάνη. Μία πλάνη, ανέκαθεν διαμορφωμένη στην πλοηγική, αναφορικά με τις πάσης φύσεως νόμιμες αποδοχές των πλοηγών και άρα πλάνη απολύτως δικαιολογημένη, η οποία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, δεν θα μπορούσε παρά να αποκλείει παντελώς τον καταλογισμό των διωκόμενων πράξεων σε βάρος των πλοηγών.  Ενδεικτικά, θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει την πλούσια συλλογιστική της υπ’ αριθμ. 626/1984 δικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Στην απόφαση αυτή, το δικαστήριο αποφαίνεται αναφορικά με το εάν οι διωχθέντες για δωροληψία πλοηγοί της υπηρεσίας, λόγω της είσπραξης δώρων από ναυτιλιακές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μίας αδιάκοπα επαναλαμβανόμενης εθισμένης πρακτικής, τελούσαν σε νομική πλάνη, δηλαδή σε συγγνωστή (δικαιολογημένη) έλλειψη κάθε συνείδησης για το (αντικειμενικά) άδικο της πράξης τους. Σύμφωνα τα άρθρα 2, 8 και 16 του Ν 3142/1955 οι πλοηγοί προσλαμβάνονται ύστερα από διαγωνισμό, αν έχουν ειδικά προσόντα, σε οργανικές θέσεις, για εκτέλεση διαρκούς δημόσιας υπηρεσίας και συνδέονται με το κράτος, με άμεση υπηρεσιακή σχέση και είναι έτσι υπάλληλοι, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α` και 263α του ΠΚ. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι κατά το άρθρο 31 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του ΠΚ, προκύπτει με σαφήνεια ότι επί δωροδοκίας, η οποία περιλαμβάνεται στο ΙΒ` κεφάλαιο του ΠΚ με το τίτλο «Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία» και όπου το προσβαλλόμενο από την πράξη αυτή έννομο αγαθό έγκειται στη διαφύλαξη του κύρους των δημοσίων υπηρεσιών και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών για την άψογη, καθαρή και αμερόληπτη λειτουργία τους, η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 του ΠΚ, για το μη καταλογισμό της πράξεως στον υπαίτιο, προϋποθέτει τη διαπίστωση από το ένα μέρος ότι αυτός από πλάνη του επίστευε ότι μπορούσε να προσβάλει με την πράξη του το ανωτέρω έννομο αγαθό, από το άλλο δε ότι η πλάνη αυτή ήταν συγγνωστή, με την έννοια ότι, κάτω από τις inconcreto συνθήκες και περιστάσεις, που βρίσκεται ο υπαίτιος, οποιαδήποτε προσοχή και επιμέλεια και αν κατέβαλε αυτός, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Με άλλα λόγια, το Εφετείο απέδωσε τις πράξεις των πλοηγών σε πλάνη περί το άδικο, απολύτως δικαιολογημένη. Η καταβολή των «φιλοδωρημάτων» γινόταν βέβαια για την πράξη της πλοηγήσεως, ήταν όμως οιονεί απρόσωπη, γιατί δεν γινόταν σε κάθε έναν προσωπικώς, και επί πλέον ήταν εξ ολοκλήρου προαιρετική και γινόταν χωρίς καμία προφύλαξη, τελούσαν δε σε γνώση αυτής οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνες του Λιμενικού Σώματος. Κρίθηκε ότι ποτέ δεν υποδείχθηκε στους κατηγορουμένους να παύσουν να την εισπράττουν, μάλιστα δε οι αρμόδιοι του Υπουργείου, κρίνοντας επί θεμάτων αυξήσεως των αποδοχών των πλοηγών, ελάμβαναν υπόψη και το γεγονός ότι, εκ της θέσεώς τους, απολάμβαναν και το ανωτέρω δώρο. Οι εισερχόμενοι στον κλάδο, για την απόφασή τους αυτή, υπολόγιζαν στις νόμιμες αποδοχές τους και το παγίως καταβαλλόμενο ως άνω δώρο, το οποίο αποτελούσε οιονεί κίνητρο, γιατί οι αποδοχές τους ήταν κατώτερες από εκείνες των πλοιάρχων των εμπορικών πλοίων. Έτσι, δημιουργήθηκε από πλάνη σε όλους τους η πεποίθηση ότι μπορούσαν να προβούν στην ως άνω πράξη, η πλάνη τους δε αυτή, ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε συγγνωστή.  Την παγιωμένη αυτή αντίληψη της νομολογίας δεν αναίρεσε, επί της ουσίας, ούτε η μετέπειτα εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 1179/1986 δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ναι μεν φαίνεται να αναίρεσε, υπέρ του νόμου, την ως άνω αθωωτική απόφαση του Εφετείου, αλλά για λόγους νομικής βασιμότητας της αιτιολογίας της απόφασης, χωρίς, ωστόσο, να έθιξε τα δικαιώματα των αθωωθέντων με την απόφαση του Εφετείου πλοηγών. Άλλωστε, η ίδια νομολογιακή αντίληψη διαπνέει και άλλες αποφάσεις, όπως είναι η υπ’ αριθμ. 159/1982 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, αλλά και η απόφαση 2827/1984 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην τελευταία, το Συμβούλιο της Επικρατείας μάλιστα, υιοθέτησε την συλλογιστική αυτή περί (συγγνωστής) νομικής πλάνης των πλοηγών, κατά την αποδοχή «φιλοδωρημάτων» από ναυτιλιακές επιχειρήσεις και ιδιωτικούς ναυτιλιακούς φορείς, εν είδει εθιμοτυπίας, προβαίνοντας σε εξαφάνιση των σχετικών σε βάρος των πλοηγών πειθαρχικών αποφάσεων οριστικής παύσεως και απαλλάσσοντας αυτούς από κάθε ποινή.  Σήμερα, στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση φαίνεται να κινείται και η αντίληψη του νομοθέτη, ο οποίος, με το άρθρο 141 του Ν. 5039/2023 (ΦΕΚ 83/3.4.2023 – Τεύχος Α’) έρχεται να δώσει οριστικά μία γόνιμη νομοθετική λύση στο πρόβλημα της νομιμότητας των πάσης φύσεως «ιδιωτικών χορηγιών» προς τους υπαλλήλους της πλοηγικής υπηρεσίας. Είναι προφανές ότι, με την ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης προβαίνει σε μία ρεαλιστική και, παράλληλα, αμείλικτα αναγκαία νομοθετική διαπίστωση. Διακριβώνει με ρεαλισμό ότι, επί μακρό χρόνο, στην πλοηγική υπηρεσία έχει διαμορφωθεί και υφίσταται μία μακροχρόνια τηρούμενη εθιμοτυπική πρακτική προαιρετικής παροχής «φιλοδωρημάτων»«ιδιωτικών χορηγιών», όπως χαρακτηριστικά τα τιτλοφορεί), προς τους πλοηγούς της πλοηγικής, από πάσης φύσεως ιδιωτικούς φορείς και επιχειρήσεις ναυτιλίας. Εν συνεχεία, εντοπίζει την έλλειψη οιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης για το θέμα αυτό και θεραπεύει νομοτεχνικά το υφιστάμενο κενό, εισάγοντας το άρθρο 141 του Ν. 5039/2023 με τίτλο «Δημιουργία Ειδικού Διανεμητικού Λογαριασμού με σκοπό τη διανομή μερίσματος στο σύνολο των Αρχιπλοηγών και Πλοηγών από ιδιωτικές χορηγίες - Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 10 ν. 3142/1955». ­ Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο, ο νομοθέτης ορίζει τα εξής:  «Στο άρθρο 10 του ν. 3142/1955 (Α’ 43), περί αποδοχών προσωπικού πλοηγικών σταθμών, προστίθεται παρ. 7 ως εξής:  «7. α) Θεσπίζεται Ειδικός Διανεμητικός Λογαριασμός για το σύνολο των υπηρετούντων Αρχιπλοηγών και Πλοηγών στους Πλοηγικούς Σταθμούς της επικράτειας, με σκοπό τη διανομή μερίσματος στο σύνολο των δικαιούχων από κάθε πόρο που προέρχεται από ιδιωτικές χορηγίες.  β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις, οι δικαιούχοι, η διαχείριση, ο τρόπος διανομής του μερίσματος, καθώς και κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.» Επομένως, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η ρύθμιση αυτή έρχεται αριστοτεχνικά να αναδείξει μία πραγματικότητα. Την συστηματικά τηρούμενη εθιμοτυπική πρακτική, με την οποία οι κάθε λογής ναυτιλιακές επιχειρήσεις καθιερώθηκε να εκφράζουν ελεύθερα την αμέριστη ευγνωμοσύνη τους προς τους πλοηγούς, οι οποίοι, μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να συνιστούν, παρά τις αντίξοες συνθήκες, τον καθοριστικό εκείνο ναυτιλιακό παράγοντα που συμβάλλει πρωταγωνιστικά στην αναδεδειγμένη, εύρυθμη και καθ’ όλα αξιόλογη και υποδειγματική λειτουργία των ελληνικών λιμένων, προάγοντας, έτσι, την εγχώρια και διεθνή εμπορική ναυτιλία και οικονομία. Η μέχρι σήμερα δυναμικά εξελισσόμενη -επί τη βάσει της νομικής πλάνης- συλλογιστική της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, αναφορικά με την αποδοχή εκ μέρους των πλοηγών των πάσης φύσεως ιδιωτικών χορηγιών, μετουσιώνεται δημιουργικά στην ρύθμιση του άρθρου 141 του Ν. 5039/2023. Η ρύθμιση αυτή επιλύει πλέον οριστικά το ζήτημα της νομιμότητας των «ιδιωτικών χορηγιών», εξαλείφοντας κάθε σχετικό προβληματισμό, αφού αποδίδει και συμπυκνώνει μία εθιμοτυπική πρακτική, σε έναν γραπτό, απολύτως σαφή και περιεκτικό κανόνα δικαίου. Έτσι, ο νομοθέτης, εντοπίζοντας και αξιολογώντας το υφιστάμενο στο θέμα αυτό κενό, επιλέγει να θεσμοθετήσει την διαδικασία της αποδοχής των «φιλοδωρημάτων» των πλοηγών, με την δημιουργία ενός Ειδικού προς τούτο Διανεμητικού Λογαριασμού «για το σύνολο των υπηρετούντων Αρχιπλοηγών και Πλοηγών στους Πλοηγικούς Σταθμούς της επικράτειας, με σκοπό τη διανομή μερίσματος στο σύνολο των δικαιούχων από κάθε πόρο που προέρχεται από ιδιωτικές χορηγίες». Το μόνο που μένει είναι να δοκιμαστεί ο κανόνας αυτός και πρακτικά, δηλαδή να αναδειχθεί η αξία και η ωφελιμότητά του, στο ίδιο το πεδίο της κατ’ εξοχήν πρακτικής του εφαρμογής, κριτήριο που αποτελεί διαχρονικά τη «λυδία λίθο» πάνω στην οποία αξιολογείται το κοινωνικό αποτύπωμα κάθε κανόνα δικαίου και, ως εκ τούτου, και η εν γένει αποτελεσματικότητα του νομοθετικού έργου.