Law%20Studies

ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2018

Παρακάτω θα βρείτε αναπτυγμένες νομικά απαντήσεις των θεμάτων που τέθηκαν στις Κατατακτήριες Εξετάσεις της Νομικής Σχολής Αθηνών το 2018

Διαβάστε Περισσότερα:

A. ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΘΕΜΑ 1Ο Τι γνωρίζετε για την συντιμωρητή πρότερη και συντιμωρητή ύστερη πράξη;

Η συντιμωρητή πρότερη και η συντιμωρητή ύστερη πράξη συνιστούν έννοιες που συναρτώνται άρρηκτα με την έννοια της φαινομένης συρροής. Στη φαινομένη συρροή ο δράστης με μία ή περισσότερες πράξεις του δημιουργεί το φαινόμενο ότι εφαρμοστέες είναι πλείονες ποινικές διατάξεις, από τις οποίες όμως, μία μόνον μπορεί να εφαρμοστεί, διότι καλύπτει την ποινική απαξία των υπολοίπων. Στη φαινομένη συρροή, λοιπόν το εγκληματικό περιεχόμενο της πράξεως τιμωρείται επαρκώς με την εφαρμογή μίας διάταξης, οι δε λοιπές υποχωρούν – απωθούνται, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή απαξιολόγηση της πράξεως. Οι δυνατές μορφές εμφανίσεως της φαινομένης συρροής μπορούν να ενταχθούν, κατά την κρατούσα θέση, σε τρεις κατηγορίες: την σχέση ειδικότητας, την σχέση επικουρικότητας και την απορρόφηση.

Η συντιμωρητή πρότερη πράξη όπως και η συντιμωρητή ύστερη πράξη εντάσσονται στην περίπτωση της απορρόφησης. Συγκεκριμένα, η απορρόφηση, όπως και η επικουρικότητα, αποτελεί μία σχέση αξιολογική. Δεν είναι σχέση τυπική – λογική, όπως επί παραδείγματι, η σχέση ειδικότητας. Ούτε προβλέπεται στο νόμο ρητά, όπως η περίπτωση της ρητής επικουρικότητας. Αντιθέτως, είναι δημιούργημα της νομολογίας και αποτέλεσμα αξιολογήσεων, με γνώμονα την απαγόρευση της διπλής απαξιολόγησης του αδίκου που πραγμάτωσε ο δράστης με την συμπεριφορά του και κατ’ επέκτασιν της διπλής τιμώρησης αυτού.

Το βασικό χαρακτηριστικό της απορρόφησης είναι ότι ενώ η επικουρικότητα αναφέρεται στον αξιολογικό συσχετισμό ποινικών διατάξεων γενικά και αφηρημένα, βάσει αξιολογήσεως στην οποία προέβη ο νομοθέτης αυθεντικώς (ρητά ή σιωπηρά) και εκ των προτέρων, η απορρόφηση εντοπίζει αυτήν την αξιολογική σχέση inconcreto. Με άλλα λόγια, η απορρόφηση εντοπίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής, πότε μία διάταξη, η οποία κατ’ αρχήν έχει αυτοτελή απαξία έναντι άλλης, υποχωρεί επειδή στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση η απαξία του ενός εγκήματος καλύπτεται από την απαξία του άλλου. Κατά συνέπεια, η επικουρικότητα ρυθμίζει σχέσεις διατάξεων γενικώς και αφηρημένως ενώ η απορρόφηση ρυθμίζει σχέσεις διατάξεων αναφορικά με συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, ενίοτε ο δράστης ενός εγκήματος ενδέχεται να πραγματώνει και την ειδική υπόσταση έτερου εγκλήματος, η απαξία του οποίου, ωστόσο, είναι τόσο ασήμαντη σε σχέση με την απαξία του πρώτου, ώστε το άδικο και η ενοχή του ενός να υπερκαλύπτει την απαξία του άλλου και η τιμώρηση με βάση την διάταξη που προβλέπει το βαρύτερο έγκλημα να ικανοποιεί επαρκώς την ποινική αξίωση της Πολιτείας, για την όλη συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή η συρρέουσα φαινομενικώς πράξη συντιμωρείται με την κύρια πράξη και δεν τιμωρείται αυτοτελώς. Η δε απορροφώσα διάταξη απωθεί την απορροφώμενη (lexconsumensderogatlegiconsumptae). Στην αλληλουχία αυτή η συρρέουσα πράξη θεωρείται αναγκαίο προστάδιο ή λειτουργικό συστατικό της κύριας πράξης.

Η πραγμάτωση της απορροφώμενης πράξης, ενδέχεται να λάβει χώρα είτε συγχρόνως με την απορροφώσα, είτε πριν ή και να ακολουθεί αυτήν. Όταν μάλιστα η αντικειμενική υπόσταση του υποδεέστερου, από πλευράς απαξίας, εγκλήματος πληρούται με την αυτή πράξη που πληρούται και το βαρύτερο, τότε έχουμε κατ’ ιδέαν φαινομένη συρροή, περίπτωση στην οποία η συρρέουσα πράξη είναι απλώς μία συντιμωρητή πράξη συνοδείας. Όταν όμως πληρούται με διαφορετικές πράξεις, πριν ή και μετά την κύρια πράξη, έχουμε φαινομένη πραγματική συρροή, οπότε γίνεται λόγος είτε για συντιμωρητή πρότερη πράξη είτε για συντιμωρητή ύστερη πράξη.

Στην συντιμωρητή ύστερη πράξη ο δράστης διασφαλίζει, εκμεταλλεύεται ή αξιοποιεί το αποτέλεσμα ή το όφελος που ήδη πέτυχε με την πρότερη κύρια πράξη. Για παράδειγμα, η ιδιοποίηση του κλοπιμαίου από τον δράστη. Ωστόσο, εάν ο δράστης, με την μεταγενέστερη πράξη του, προκαλέσει περαιτέρω βλάβη στο έννομο αγαθό ή βλάψει άλλο υλικό αντικείμενο, τότε έχω αληθινή συρροή. Συνεπώς, όταν το υποκείμενο της κλοπής με τη μεταγενέστερη πράξη του πωλεί ή αναλίσκει το κλοπιμαίο (υπεξαίρεση) ή το καταστρέφει για να εξαφανίσει τα ίχνη του εγκλήματος (φθορά ξένης ιδιοκτησίας) ή το πωλεί σε κλεπταποδόχο (διάθεση προϊόντος εγκλήματος), οι μεταγενέστερες πράξεις απορροφώνται από το έγκλημα της κλοπής και συντιμωρούνται με αυτήν (συντιμωρητές ύστερες πράξεις). Και τούτο διότι με τις μεταγενέστερες αυτές πράξεις δεν προστίθεται απαξία στην απαξία που προσέδωσε ήδη η πράξη της κλοπής. Το αυτό συμβαίνει και όταν η μεταγενέστερη πράξη αφορά σε μέρος του υλικού αντικειμένου της πρότερης πράξης, όπως όταν ο δράστης κλέβει πορτοφόλι και στη συνέχεια αναλώνει τα χρήματα που βρίσκει μέσα σε αυτό ή ο δράστης κλέβει ένα φορτίο βενζίνης και στη συνέχεια, το αναλίσκει για δική του χρήση. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι για να εμφανιστεί περίπτωση φαινομένης συρροής θα πρέπει τόσο η κύρια όσο και η συρρέουσα πράξη να πληρούν την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος και επί πλέον να είναι τελειωτικά άδικες και καταλογιστές στην ενοχή του δράστη τους, δηλαδή αυτοτελώς αξιόποινες, διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για φαινομένη συρροή.   

Αντίστοιχα ισχύουν, mutatismutandis και στην περίπτωση της συντιμωρητής πρότερης πράξης. Στην περίπτωση αυτή, ο δράστης, με την αρχική συρρέουσα πράξη του, εξασφαλίζει, διευκολύνει ή επιτυγχάνει την πραγμάτωση της κύριας πράξης του, με την οποία εξυπηρετείται ο προεξάρχων εγκληματικός στόχος του δράστη. Για παράδειγμα, ο δράστης κλέβει το κλειδί ενός χρηματοκιβωτίου (συντιμωρητή πρότερη πράξη), με το οποίο, εν συνεχεία, ανοίγει το χρηματοκιβώτιο και αφαιρεί πολύτιμα αντικείμενα. Ομοίως και στην περίπτωση της συντιμωρητής πρότερης πράξης, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απορροφώμενη πράξη δεν είναι ούτε θα μπορούσε να είναι ποινικώς αδιάφορη. Τόσο η κύρια όσο και η συρρέουσα πράξη πρέπει να είναι αυτοτελώς αξιόποινες, δηλαδή να πληρούν τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης εγκλήματος, να είναι τελειωτικά άδικες και καταλογιστές στην ενοχή του δράστη, άλλως συρροή δεν υφίσταται.

ΘΕΜΑ 2Ο Είναι αξιόποινη η απόπειρα ηθικής αυτουργίας;

Ηθική αυτουργία στοιχειοθετείται όταν ο πράττων προκαλεί με πρόθεση σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που τελικά διέπραξε. Το αξιόποινο του ηθικού αυτουργού καθιερώνεται με την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, που θεωρεί την συμβολή του ηθικού αυτουργού στο έγκλημα ίσης απαξίας με εκείνη του φυσικού αυτουργού και προβλέπει ότι και γι’ αυτόν ισχύει το ίδιο πλαίσιο ποινής με τον αυτουργό. Με δεδομένο ότι οι διατάξεις περί συμμετοχής είναι διατάξεις με τις οποίες διευρύνεται το αξιόποινο, το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας πρέπει να περιέχει τα ελάχιστα στοιχεία κάθε εγκλήματος, δηλαδή να πρόκειται για μία πράξη η οποία πληροί την ειδική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας σε κάποιο έγκλημα, είναι τελειωτικά άδικη και καταλογιστή στην ενοχή του δράστη.

Η απόπειρα ηθικής αυτουργίας δεν τιμωρείται ως τέτοια, δηλαδή ως μεμακρυσμένη απόπειρα προσβολής του εννόμου αγαθού που θα προσβαλλόταν κατά την πρόθεση του δράστη με την κύρια πράξη. Πλην όμως, η απόπειρα ηθικής αυτουργίας τιμωρείται με το άρθρο ΠΚ186, ως πρόκληση σε τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος. Επί παραδείγματι, απόπειρα ηθικής αυτουργίας υπάρχει όταν ο Α παρακινεί τον Β να φονεύσει τον Γ, πλην όμως ο Β δεν λαμβάνει γνώση της προτροπής ή την απορρίπτει ή, τέλος, αποφασίζει μεν την εκτέλεση του εγκλήματος αλλά δεν προβαίνει εν τέλει σε αυτήν. Η τιμώρηση της απόπειρας ηθικής αυτουργίας με βάση το άρθρο ΠΚ 186 θεωρείται άλλοτε δικαιολογημένη, άλλοτε αδικαιολόγητη. Και τούτο διότι η διάταξη αυτή παρουσιάζει προβλήματα: Τιμωρεί λ.χ. όχι μόνον την πρόκληση σε τέλεση κακουργήματος αλλά και πλημμελήματος. Η τελευταία αυτή ρύθμιση εμφανίζεται όμως αδικαιολόγητη καθώς η έννομη τάξη ουδόλως κινδυνεύειαν κάποιος προκαλέσει άλλον να τελέσει εξύβριση, ενώ κινδυνεύει αν προκαλέσει άλλον να τελέσει ανθρωποκτονία. Το δε λεγόμενο ότι το άρθρο 186 του Ποινικού Κώδικα δεν καλύπτει επαρκώς τις περιπτώσεις απόπειρας ηθικής αυτουργίας διότι, όπως υποστηρίχθηκε, «ουδόλως θίγεται η δημόσια τάξη όταν αντικείμενο της προκλήσεως είναι η τέλεση αδικήματος στρεφομένου κατά ατομικού εννόμου αγαθού, όπως π.χ. η τιμή, η περιουσία κοκ», θα οδηγούσε στην άτοπη παραδοχή ότι και η πρόκληση σε τέλεση ανθρωποκτονίας δεν αφορά στην δημόσια τάξη. Εξ’ άλλου, σύμφωνα με την Ατιολογική Έκθεση, σκοπός της εν λόγω ποινικής διάταξης είναι η προστασία της αυθεντίας των νόμων και της έννομης τάξης και όχι η δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο της διάταξης του ΠΚ 183.

B. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θέμα: Η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και η Στρατιωτική Δικτατορία. Αναφέρατε ελληνικά παραδείγματα.

Τα κράτη που έχουν αντιπροσωπευτικό σύστημα υιοθετούν τον χωρισμό των εξουσιών κατά ποικίλους τρόπους. Η συστηματική σχέση μεταξύ αφ’ ενός των ανώτερων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας και αφ’ ετέρου της νομοθετικής εξουσίας αποτελεί το κυβερνητικό σύστημα. Στην ιστορική πραγματικότητα των κρατών, η επιστήμη συνάγει τρεις τύπους κυβερνητικών συστημάτων: Το κοινοβουλευτικό σύστημα, το προεδρικό σύστημα και το σύστημα κυβερνώσης βουλής. Κριτήριο είναι ο βαθμός του χωρισμού των εξουσιών. Το κοινοβουλευτικό σύστημα υιοθετεί ήπιο χωρισμό των εξουσιών, το προεδρικό σύστημα αυστηρό και το σύστημα κυβερνώσης βουλής χαλαρότατο χωρισμό, εάν όχι πλήρη σύγχυση μεταξύ των εξουσιών.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα διαμορφώνεται κατά τον 18ο αιώνα και παγιώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτελεί δηλαδή μία φάση στην εξέλιξη του αγγλικού πολιτεύματος. Αυτό γίνεται πρώτα κοινοβουλευτικό με την κοινοβουλευτική σχέση και εν συνεχεία δημοκρατικό με την καθολική ψήφο. Αρχικά, ο μονάρχης που κατέχει την εκτελεστική εξουσία είναι προσωπικά ανεύθυνος. Αυτός ο εθιμικός κανόνας αντικατροπτρίζει μία πραγματική αλήθεια. Μόνο μία επανάσταση μπορεί να θέσει ζήτημα ευθύνης του μονάρχη. Είναι αξίωμα του αγγλικού δικαίου ότι ο βασιλεύς δεν μπορεί να βλάψει ή να σφάλλει, δηλαδή είναι ανεύθυνος. Συγχρόνως, επικρατεί ο κανόνας ότι η βούληση του μονάρχη δεν δεσμεύει νομικά, αν δεν εκφράζεται με γραπτή πράξη που φέρει την προσυπογραφή του υπουργού. Αυτός είναι ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής. Με την επανάσταση του 1688 σημειώθηκε νίκη του Κοινοβουλίου, της οποίας η έκταση είχε ως αποτέλεσμα ότι ο βασιλεύς δεν μπορεί να κυβερνήσει εάν δεν τον στηρίζει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που ψηφίζει κάθε έτος τους φόρους και τη συντήρηση του στρατού. Η καλύτερη δεν μέθοδος για να εξασφαλίσει ο βασιλεύς τη συνεργασία του Κοινοβουλίου είναι να επιλέγει τους υπουργούς από το κόμμα που πλειοψηφεί στο Κοινοβούλιο. Τον 18ο αιώνα οι βασιλείς παύουν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου των υπουργών (cabinet). Ένας υπουργός έχει προνομιακές σχέσεις με το στέμμα και χρησιμεύει ως ενδιάμεσος. Ανεπίσημα, τον επονομάζουν πρωθυπουργό. Το λειτούργημά του εμφανίζεται με τον Walpole. Μέχρι τότε οι υπουργοί εξαρτώνται, κατ’ αρχήν, μόνον από τον βασιλέα. Υπάρχει, όμως η διαδικασία της ποινικής τους ευθύνης (impeachment), κατά την οποία η Βουλή των Κοινοτήτων μπορεί να τους απαγγέλλει κατηγορία ενώπιον της Βουλής των Λόρδων. Οι υπουργοί ευθύνονται για τις παράνομες πράξεις τους, αλλά και για τις πράξεις τους που θεωρούνται επιζήμιες για τη χώρα κατά την ελεύθερη εκτίμηση των βουλών. Η Βουλή των Λόρδων αποφασίζει ελεύθερα και για την ποινή, που μπορεί να είναι ακόμη και θανατική. Όταν λοιπόν ο Walpoleαντιλαμβάνεται ότι η Βουλή των Κοινοτήτων πρόκειται να ξεκινήσει ποινική διαδικασία εναντίον του, σπεύδει να παραιτηθεί. Έτσι, χάνει μεν την εξουσία αλλά δεν διακινδυνεύει τη ζωή του. Με αυτό το προηγούμενο, οι υπουργοί αποκτούν πολιτική ευθύνη. Αυτή είναι ακόμη ατομική και οι άλλοι υπουργοί δεν παραιτούνται μαζί. Η υπουργική αλληλεγγύη, όμως, είναι προδιαγεγραμμένη Αφού ο βασιλέας επιλέγει τους υπουργούς συνήθως με πρόταση του πρωθυπουργού, είναι φυσικό όλοι τους να ενστερνίζονται την γενική κυβερνητική πολιτική. Και η Βουλή των Κοινοτήτων και η κοινή γνώμη τους θεωρούν αλληλεγγύως υπευθύνους γι’ αυτήν. Όταν ο πρωθυπουργός Λόρδος Νορθ παραιτείται, επειδή η αποτυχία της πολιτικής του για την Αμερική προκαλεί την εχθρότητα της Βουλής των Κοινοτήτων, παραιτούνται μαζί του όλοι οι υπουργοί. Η πολιτική ευθύνη γίνεται πλέον συλλογική. Παράλληλα,η διαδικασία της ποινικής ευθύνης των υπουργών περιπίπτει σε αχρησία, διότι για τη Βουλή σημασία έχει πρωτίστως η απομάκρυνση των ανεπιθύμητων υπουργών από την εξουσία. Επειδή λοιπόν, η Βουλή δεν μπορεί να ζητήσει ευθύνες από τον ανεύθυνο βασιλέα, τις ζητεί από τους υπευθύνους υπουργούς. Αυτοί εξ’ άλλου, προσυπογράφουν μόνο τις βασιλικές εκείνες πράξεις που δεν προκαλούν την αντίδραση της Βουλής και έτσι, η Βουλή διοχετεύει την πολιτική της στην εκτελεστική εξουσία. Η εξέλιξη του Κοινοβουλευτισμού  ολοκληρώνεται, όταν ο πρωθυπουργός Πιττ βρίσκεται σε μειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αντί να παραιτηθεί, εισηγείται στον βασιλέα τη διάλυσή της. Στις εκλογές που ακολουθούν νικά. Έτσι, η διάλυση της Βουλής γίνεται όπλο της εκτελεστικής εξουσίας. Με τη διάλυση οι εκλογές λύνουν τη διαφορά που φέρνει αντιμέτωπες Βουλή και Κυβέρνηση.

Το αγγλικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι προϊόν συνθηκών του πολιτεύματος που παγιώνονται σταδιακά. Το μιμούνται οι χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίες εγκαταλείπουν την απόλυτη μοναρχία. Η νέα μορφή κοινοβουλευτισμού είναι λογική εξέλιξη της προηγούμενης. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, όλη η εξουσία πηγάζει από το λαό, που την ασκεί με τους αντιπροσώπους του. Ο αρχηγός του κράτους είναι υπεράνω κομμάτων, αλλά και της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Γίνεται έτσι, ρυθμιστής του πολιτεύματος ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και την Κυβέρνηση. Ειδικότερα, στο κλασσικό κοινοβουλευτικό σύστημα και η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία είναι δικέφαλες. Στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας βρίσκονται ο αρχηγός του κράτους και η Κυβέρνηση, ενώ το κοινοβούλιο το αποτελούν δύο Βουλές. Σε κάθε εξουσία όμως, ο ένας παράγων περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έτσι, Κοινοβουλευτικό Σύστημα υπάρχει όταν υφίσταται τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση ανάμεσα σε τρία ανώτερα όργανα του Κράτους, τον Αρχηγό του Κράτους, τη Βουλή και την Κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική σχέση έχει ως ουσιαστικό περιεχόμενο την αμοιβαία εξάρτηση της Βουλής και της Κυβέρνησης. Τη βάση του Κοινοβουλευτικού Συστήματος αποτελεί η υπουργική ευθύνη. Προϋποτίθενται, όμως, και δύο άλλα στοιχεία, οι αρμοδιότητες του Αρχηγού του Κράτους αφ’ ενός να διορίζει και να παύει τους υπουργούς και αφ’ ετέρου να διαλύει τη Βουλή. Παράλληλα, όλες οι πράξεις του αρχηγού του κράτους χρειάζονται υπουργική προσυπογραφή. Η Κυβέρνηση και οι υπουργοί εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά ο αρχηγός του κράτους μπορεί με πρόταση συνήθως του πρωθυπουργού να διαλύσει τη Βουλή. Με τον τρόπο αυτό, η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση καθιερώνει τα νομικά μέσα αλληλεπηρεασμού των τριών αυτών οργάνων της Βουλής, της άμεσα εκλεγμένης Βουλής, της Κυβέρνησης και του Αρχηγού του Κράτους.

Περαιτέρω, στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η ουσία του Κοινοβουλευτικού Συστήματος είναι η αλληλέγγυα ευθύνη των υπουργών, δηλαδή της Κυβέρνησης συλλογικώς, ενώπιον της Βουλής που εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία από το Λαό. Κάθε νέα Κυβέρνηση πρέπει να παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Όταν η Βουλή αποδοκιμάζει την Κυβέρνηση, αυτή πρέπει να αποχωρεί από την εξουσία, εκτός εάν προκαλέσει τη διάλυση της Βουλής από τον Αρχηγό του Κράτους. Με τη διάλυση της Βουλής, η Κυβέρνηση αντιστέκεται στη Βουλή, από την οποία και εξαρτάται, ώστε εν τέλει, η λαϊκή ετυμηγορία είναι αυτή που επιβάλλει την ισορροπία.

Στην Ελλάδα η εμφάνιση του Κοινοβουλευτισμού συνδέεται με την πρώτη περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1864-1909). Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1864 διατυπώνει τη λαϊκή κυριαρχία ως θεμελιώδη κανόνα του πολιτεύματος. Το πολίτευμα είναι μεν βασιλευομένη δημοκρατία, όπου ο ανώτατος άρχοντας είναι κληρονομικός αλλά δεν είναι το ανώτατο ή κυρίαρχο όργανο («Άπασαι οι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα»). Συνέπειες της λαϊκής κυριαρχίας είναι, μεταξύ άλλων, η θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας και η μονήρης βουλή. Ωστόσο, ο βασιλιάς Γεώργιος, ακολουθώντας το παράδειγμα του βασιλέα Όθωνα, θεωρεί ότι ο σχηματισμός των Κυβερνήσεων είναι αποκλειστικά προσωπικό του ζήτημα. Από την ορκομωσία του έως το 1875 οι επεμβάσεις του προκαλούν 17 ή 18 αλλαγές Κυβερνήσεως σε σύνολο 22. Συγχρόνως, η εκλογική διαδικασία γίνεται γενικώς αποδεκτή ως καθοριστικός κανόνας της καθημερινότητας, αλλά το πολίτευμα αδυνατεί να ανταπεξέλθει στα προβλήματα που προκύπτουν στη ζωή του τόπου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσιεύει το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;» στο οποίο διακηρύσσει την επιτακτική ανάγκη το πολίτευμα να λειτουργήσει κοινοβουλευτικά, για να λειτουργήσει ομαλά. Ακολουθεί η ποινική δίωξη του Χαριλάου Τρικούπη και εν συνεχεία, ο διορισμός του από τον βασιλιά Γεώργιο στην θέση του πρωθυπουργού, όπου και διοργανώνει υποδειγματικές εκλογές. Μετά τις εκλογές, στον λόγο του θρόνου, που εκφωνεί μεν ο βασιλιάς αλλά συντάσσει ο πρωθυπουργός, ο Γεώργιος διακηρύσσει την αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή ο Αρχηγός του Κράτους διορίζει πρωθυπουργό τον εκλεκτό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Με την αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης αρχίζει να εφαρμόζεται το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα, βάση του οποίου είναι η υπουργική ευθύνη ενώπιον της Βουλής. Η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής είναι έκφανση του Κοινοβουλευτικού Συστήματος, ωστόσο, το Σύνταγμα του 1864 δεν προβλέπει την αρχή της δεδηλωμένης ρητά, δεν προβλέπει δηλαδή ότι η Κυβένρηση πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης και το Κοινοβουλευτικό Σύστημα στην Ελλάδα αποτέλεσαν αρχικά συνθήκη του πολιτεύματος και όχι έθιμα, μονολότι είναι μέσα στη λογική της βασιλευομένης δημοκρατίας.

Κατά συνέπεια, με βάση την αρχή αυτή, η εμπιστοσύνη της Βουλής απαιτείται προκαταβολικά για τον διορισμό της Κυβέρνησης, η οποία δεν ορίζεται πλέον αυθαιρέτως από το στέμμα. Κατ’ επέκταση, αρκεί για την παραμονή της στην εξουσία, αφού κανένας άλλος δεν έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής για να μπορεί να σχηματίσει Κυβέρνηση. Παρά ταύτα, κατά την συγκεκριμένη αυτή ιστορική περίοδο, η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής δεν εφαρμόστηκε σε όλη της την έκταση, με αποτέλεσμα αρκετές φορές, έκτοτε, το στέμμα να διορίζει Κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Μεταγενέστερα, στη ελληνική συνταγματική ιστορία, το Κοινοβουλευτικό Σύστημα προβλέφθηκε για πρώτη φορά ρητά στο Σύνταγμα του 1927, όπου ορίστηκε ότι η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, παύοντας έτσι να αποτελεί συνθήκη του πολιτεύματος.  Το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος σε Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (άρθρο 1), διασφαλίζοντας συγχρόνως την καθολικότητα της ψήφου (άρθρο 51 παρ. 3). Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η ανάδειξη της Κυβέρνησης όσο και η διατήρησή της στην εκτελεστική εξουσία εξαρτώνται από την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής. Ειδικότερα, το Κοινοβουλευτικό Σύστημα προβλέπεται ρητά στο άρθρο 84, σύμφωνα με το οποίο «Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκομωσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υπόσχεται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε». Ενώ παράλληλα, στην δεύτερη παράγραφο προβλέπεται «η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το 1/6 τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση». Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 84 του Συντάγματος «πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλετών». Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι, ενώ για να υπερψηφιστεί μία πρόταση εμπιστοσύνης απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον 120 Βουλευτών, κατά την ίδια παράγραφο, για την υπερψήφιση μίας πρότασης δυσπιστίας απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον 151 Βουλευτών (στοιχείο εξορθολογισμού του Κοινοβουλευτισμού).  Περαιτέρω, η συλλογική αλληλέγγυα πολιτική ευθύνη των υπουργών ορίζεται στο άρθρο 85 του Συντάγματος, ενώ η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής προσδιορίζεται και κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 37 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα μέλη της Κυβέρνησης, ενώ Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που απολαμβάνει την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής, μέσα από μία λεπτομερή διαδικασία ανάθεσης διερευνητικών εντολών.

Επομένως, στο σύγχρονο σύστημα της Κοινοβουλετικής Δημοκρατίας, όπως αυτό έχει ιστορικά διαμορφωθεί στις χώρες της Ευρώπης και μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρων οργάνων του Κράτους, δηλαδή του Αρχηγού του Κράτους, της Βουλής και της Κυβέρνησης, βασίζονται στην τριγωνική Κοινοβουλευτική Σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ο Αρχηγός του Κράτους, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, υπεράνω κομμάτων, διορίζει την Κυβέρνηση εκείνη που απολαμβάνει την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής και δεν δύναται να εκδίδει πράξεις χωρίς την προσυπογραφή του εκάστοτε υπεύθυνου υπουργού, ενώ ταυτόχρονα, η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να εισηγηθεί την διάλυση της Βουλής από τον Αρχηγό του Κράτους. Στην περίπτωση αυτή δε, ο λαός, ως κυρίαρχο όργανο στο σύγχρονο πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καλείται να αποκαταστήσει και να διασφαλίσει, με την καθολική και δημοκρατική του ψήφο, την ισορροπία μεταξύ των ανωτέρω οργάνων του Κράτους.

Από την άλλη πλευρά, στην στρατιωτική δικτατορία, την εξουσία καταλαμβάνει ο στρατός, με την φυσική δύναμη των όπλων και της στρατιωτικής επιβολής. Μέσα στον στρατό ξεχωρίζει συνήθως ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία, αν και δεν αποκλείονται ολιγαρχικά στοιχεία στο πολίτευμα. Η στρατιωτική δικτατορία διαφέρει από την προσωρινή δικτατορία, διότι δεν την προβλέπουν κανόνες δικαίου και έχει χαρακτήρα μόνιμο, από την τυραννίδα, διότι το αυθαίρετο στοιχείο εμφανίζεται ως συνέπεια προσπάθειας εκσυγχρονισμού, και από την λαϊκή μονοκρατία, διότι η ιδεολογική οργάνωση των μαζών είναι περιορισμένη. Η στρατιωτική δικτατορία είναι συνήθως υποκατάστατο της παραδοσιακής απόλυτης μοναρχίας, όταν αυτή θεωρείται πλέον παρωχημένη.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας ο λαός δεν αποτελεί το κυρίαρχο – ανώτατο όργανο του Κράτους. Ο δικτάτορας, με την φυσική επιβολή των όπλων και του στρατεύματος, ασκεί αυθαίρετα εξουσία, σε όλα τα επίπεδα, είτε ο ίδιος μόνος του, είτε συνεπικουρούμενος από πρόσωπα της αυθαίρετης και απολύτου επιλογής του. Κατά συνέπεια, η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης και ο Κοινοβουλευτισμός δεν υφίστανται, ούτε λειτουργούν.

Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση της δικτατορίας της επαναστάσεως του 1922. Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και τη Μικρασιατική Καταστροφή, αξιωματικοί των στρατιωτικών τμημάτων που έχουν καταφύγει στη Χίο και τη Λέσβο, οργανώνουν κίνημα και καταλαμβάνουν την εξουσία (11/24 Σεπτεμβρίου 1922). Ο δε στόλος προσχωρεί. Οι Επαναστάτες αξιώνουν την παραίτηση του βασιλέως, υπέρ του διαδόχου, την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και τον σχηματισμό Κυβέρνησης που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Βουλή δεν υπάρχει και κυρίαρχο όργανο είναι η πολυμελής Επαναστατική Επιτροπή που αποτελείται αποκλειστικώς από αξιωματικούς. Η Επαναστατική Επιτροπή (Επανάσταση) ασκεί συντακτική αρμοδιότητα και τροποποιεί διατάξεις του Συντάγματος του 1911.

Στρατιωτική δικτατορία επιβάλλει και το κίνημα του Στρατηγού Παγκάλου την 25η Ιουνίου 1925. Αυθημερόν ο Στρατηγός Πάγκαλος διορίζεται Πρωθυπουργός και εξαναγκάζει την Δ’ Συντακτική Συνέλευση να της εκφράσει την εμπιστοσύνη της ενώ, αμέσως μετά, διαλύει την Συνέλευση και δεν προκηρύσσει νέες εκλογές. Άλλη ιδιάζουσα περίπτωση Στρατιωτικής Δικτατορίας είναι το πολίτευμα της 4ης Αυγούστου 1936, όταν με δύο βασιλικά διατάγματα αφ’ ενός μεν αναστέλλονται οι διατάξεις του Συντάγματος 1911 που προστατεύουν ορισμένες ατομικές ελευθερίες αφ’ ετέρου διαλύεται η Γ’ Αναθεωρητική Βουλή χωρίς να προκηρύσσονται εκλογές. Η ιδιάζουσα φύση του πολιτεύματος αυτού έγκειται στο γεγονός ότι κυρίαρχο όργανο εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς, με τον οποίο ο Ιωάννης Μεταξάς και ο στρατός συνεργάζονται πλήρως.  

Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε στην στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, την οποία επέβαλε πραξικοπηματικά ομάδα συνταγματαρχών. Αυθημερόν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ διορίζει Κυβέρνηση που αποτελούν οι τρεις πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, Γ. Παππαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος και ως πρωθυπουργός διορίζεται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας. Η Κυβέρνηση συμπληρώνεται με μη πολιτικούς συνεργάτες των πραξικοπηματιών, ενώ στις περισσότερες θέσεις γενικών γραμματέων υπουργείων διορίζονται συνωμότες συνταγματάρχες. Την πραγματική εξουσία, σε κάθε περίπτωση, ασκούν οι τρεις πρωτεργάτες του πραξικοπήματος και οι γενικοί γραμματείς. Την 13η Δεκεμβρίου 1967 εκρήγνυται βασιλικό αντιπραξικόπημα στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά αποτυγχάνει. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται πράξη της Επαναστατικής Επιτροπής που ορίζει Αντιβασιλέα τον στρατηγό Γ. Ζωιτάκη, ο οποίος διορίζει αμέσως πρωθυπουργό τον Γ. Παππαδόπουλο, ενώ άλλοι συνταγματάρχες διορίζονται υπουργοί. Αργότερα, το 1973, ο ίδιος ο Γ. Παππαδόπουλος ορίζεται Προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας και διορίζει πρωθυπουργό τον Σπ. Μαρκεζίνη. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου (17η Νοεμβρίου 1973), την 25η Νοεμβρίου 1973, συντελείται νέο στρατιωτικό πραξικόπημα που ανατρέπει τον Γ. Παππαδόπουλο και τον Σπ. Μαρκεζίνη με αρχηγό τον Ταξίαρχο και Διοκητή της στρατιωτικής αστυνομίας (ΕΣΑ), Δ. Ιωαννίδη, ο οποίος επιβάλλει τη θέλησή του, από τη θέση του αυτή, ενώ Αρχηγός του Κράτους διορίζεται ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει στο διάγγελμά του «Απεδέχθην εντολήν των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους». Ο δε Φαίδων Γκιζίκης διορίζει πρωθυπουργό τον Αδ. Ανδρουτσόπουλο, υπουργό των δικτατορικών κυβερνήσεων. Το πολίτευμα που διαμορφώνεται από την 21η Απριλίου 1967 έως το 1974 είναι πολίτευμα στρατιωτικής δικτατορίας. Ως κυρίαρχο όργανο εμφανίζεται, μόνο μία φορά, η Επαναστατική Επιτροπή. Εντούτοις, την ανώτατη εξουσία την έχει ευρύτερη αφανής επαναστατική ομάδα αξιωματικών («χούντα»). Την 25η Νοεμβρίου 1973, αλλάζουν τα πρόσωπα και όχι το πολίτευμα. Στο ανώτατο επίπεδο υφίσταται διαρκώς μία defactoκατάσταση.

Επομένως, τα καθεστώτα στρατιωτικής δικτατορίας, όπως αυτά έχουν ιστορικά διαμορφωθεί όχι μόνο σε επίπεδο τρίτων κρατών (όπως λ.χ. στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Λατινική Αμερική κα), αλλά και στην Ελλάδα, προσδιορίζονται από την πραγματική εξουσιαστική επιβολή ενός προσώπου ή μίας επιτροπής, που ασκεί κρατική εξουσία, χωρίς να υπόκειται σε οποιονδήποτε κανόνα δικαίου. Λαϊκή αντιπροσωπεία δεν υφίσταται, εκλογές δεν διενεργούνται, καθώς ο Λαός δεν αποτελεί κυρίαρχο όργανο του κράτους. Η εκάστοτε επαναστατική επιτροπή συγκεντρώνει με την βία την κρατική εξουσία. Επιβάλλεται και συγχρόνως, επιβάλλει την θέλησή της, υπό το βάρος και την πραγματική πίεση της φυσικής δύναμης των όπλων του στρατεύματος, η δε εκτελεστική εξουσία ασκείται αυθαίρετα, είτε από την ίδια την επαναστατική επιτροπή, είτε από πρόσωπα που συνομωτούν με αυτήν και διορίζονται αυθαιρέτως, κατά την απόλυτη, ανέλεγκτη και κυρίαρχη κρίση της.

Γ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το Σωματείο Σ ορίζει στο καταστατικό του ότι μπορεί να αναθέτει σε μέλη της Διοίκησής του, την κατάρτιση συμβάσεων για την πώληση και την μεταβίβαση των ακινήτων του. Το ΔΣ αναθέτει στον Π, ο οποίος είναι μέλος της Διοίκησης, να πωλήσει και να μεταβιβάσει την κυριότητα οικοπέδου του Σωματείου σε πιθανούς αγοραστές. Ο Π συνάπτει προσύμφωνο με τον Α, με το οποίο τα μέρη συμφωνούν να καταρτίσουν την οριστική σύμβαση για την πώληση και τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου έναντι €150.000, την 01-02-2018, υπό τον όρο να έχει εξασφαλίσει ο Α έως τότε την έγκριση δανείου από κάποια τράπεζα.

Ερωτάται:

  1.        α) Με τι ιδιότητα λειτουργεί ο Π; β) Μεταξύ ποιών μερών έχει συναφθεί το προσύμφωνο;
  2.        Έπρεπε το προσύμφωνο να περιβληθεί τύπο;
  3.        α) Πώς χαρακτηρίζεται ο όρος που ετέθη στο προσύμφωνο; β) Τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο Α μέχρι την 01-02-2018 δεν έχει εξασφαλίσει δάνειο από την Τράπεζα;

 

Απαντήσεις:

1. α) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου ΑΚ 61, τα νομικά πρόσωπα αποκτούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα, εφ’ όσον τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται στο νόμο. Νομικά πρόσωπα είναι ενώσεις προσώπων που έχουν συσταθεί για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού ή σύνολα περιουσίας που έχουν ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού και τα οποία έχουν αποκτήσει ικανότητα δικαίου, ήτοι την ικανότητα να είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (προσωπικότητα), υπό τις ειδικότερες νομοθετικά οριζόμενες προϋποθέσεις. Σωματείο συνιστά, με βάση το ΑΚ 78, η ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό, έχουσα αποκτήσει προσωπικότητα με την εγγραφή του σε ειδικό δημόσιο βιβλίο και τις λοιπές επί μέρους προϋοθέσεις που ορίζονται αναλυτικά στα άρθρα ΑΚ 78επ.

Η διοίκηση κάθε νομικού προσώπου αποτελεί το απαραίτητο για τη λειτουργία του όργανο, το οποίο μεριμνά για τις υποθέσεις του και το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα (ΑΚ 67). Στην έννοια της φροντίδας των υποθέσεών του περιλαμβάνονται η διαχείριση της περιουσίας του, η επιχείρηση υλικών πράξεων και δικαιοπραξιών, η λήψη αποφάσεων και εν γένει η πραγμάτωση του σκοπού του νομικού προσώπου. Πρόκειται για το καταστατικό όργανο του νομικού προσώπου και μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα (ΑΚ 65), τα οποία μάλιστα, δεν είναι απαραίτητο να είναι και μέλη του και τα οποία μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα, η διοίκηση του σωματείου αποτελείται από μέλη του σωματείου, εφ’ όσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά (κανόνας ενδοτικού δικαίου).

Σύμφωνα με την διάταξη του ΑΚ 68, η έκταση της εξουσίας εκείνου που έχει τη διοίκηση προσδιορίζεται από την συστατική πράξη ή το καταστατικό και ο προσδιορισμός αυτός αντιτάσσεται έναντι των τρίτων. Παράλληλα, οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε το όργανο της διοίκησης στα όρια της εξουσίας του, στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο, δηλαδή θεωρούνται δικαιοπραξίες του ίδιου του νομικού προσώπου (ΑΚ 70).

Η διοίκηση λοιπόν κατ’ αρχήν ασκείται αυτοπροσώπως. Αν το όργανο της διοίκησης είναι πολυμελές, τότε η διοίκηση ασκείται από όλα τα μέλη του οργάνου από κοινού. Ωστόσο, το ίδιο το γράμμα του ΑΚ 68 ορίζει ότι το καταστατικό ή ο οργανισμός μπορεί να προβλέψει ότι η διοίκηση θα ασκείται από άλλον (υποκατάσταση, βλ. το ΑΚ 67) καθώς και ότι ορισμένες υποθέσεις μπορεί να ανατεθούν σε ιδιαίτερο πρόσωπο, μέλος ή μη της διοίκησης, όπως υπάλληλο, λογιστή κλπ, του οποίου η εξουσία διοικήσεως θα εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράκη (ΑΚ 68).

Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα στοιχεία του δοθέντος πρακτικού, το καταστατικό του Σωματείου Σ προβλέπει ότι μπορεί να ανατίθεται σε μέλη της διοίκησής του η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης ακινήτων (ΑΚ 513 και ΑΚ 1033). Κατά συνέπεια, ο Π, μέλος της διοίκησης του Σωματείου Σ, στο οποίο το ΔΣ, σύμφωνα με τους ορισμούς του καταστατικού, αναθέτει την κατάρτιση σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας οικοπέδου του Σ, ενεργεί ως καταστατικό όργανο του Σωματείου. Υπό την ιδιότητα του αυτή, ο Π και εφ’ όσον ενεργεί εντός των προδιαγεγραμμένων από το καταστατικό ορίων, έχει την εξουσία να ενεργεί δικαιοπραξίες, που σύμφωνα με το γράμμα του ΑΚ 70, δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο.

1. β) Σύμφωνα με την διάταξη του ΑΚ 70 «Δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο».  Κατά συνέπεια, το νομικό πρόσωπο αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις από τις δικαιοπραξίες που επεχείρησε η διοίκηση, εντός των ορίων της εξουσίας της, ως καταστατικό όργανο του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, προκειμένου το νομικό πρόσωπο να δεσμεύεται από δικαιοπραξίες της διοίκησης πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προκείμενου άρθρου. Για την ακρίβεια: α) τη δικαιοπραξία πρέπει να ενεργεί το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, δηλαδή η διοίκηση ή η προσωρινή διοίκηση ή ο εκκαθαριστής ή ο υποκατάστατος της διοίκησης, ή, τέλος, το ιδιαίτερο πρόσωπο της διάταξης του ΑΚ 68 παρ. 1 εδ. β, β) το όργανο θα πρέπει να ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου και γ) το όργανο πρέπει να ενήργησε εντός των ορίων της εξουσίας του, όπως αυτά καθορίζονται από την συστατική πράξη ή το καταστατικό (ΑΚ68 παρ. 1 εδ. α’) και από τον σκοπό του νομικού προσώπου. Δικαιοπραξίες που δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν εμπίπουν στο πεδίο εφαρμογής του ΑΚ 70 και δεν δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο. Ο δε προσδιορισμός της εξουσίας των οργάνων από την συστατική πράξη ή το καταστατικό ισχύει έναντι των τρίτων, ανεξάρτητα από την καλή τους πίστη (ΑΚ 68).

Πράγματι, στην περίπτωση του Π, η κατάρτιση του προσυμφώνου για την πώληση και τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου του Σ πληροί τις προϋποθέσεις του ΑΚ 70. Αναλυτικότερα, ο Π αποτελεί καταστατικό όργανο διοίκησης του Σ που ενεργεί, εν προκειμένω, υπό την ιδιότητά του αυτή, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό του Σ. Μολονότι στο καταστατικό του Σ δεν γίνεται ρητή μνεία στην δυνατότητα ανάθεσης στα μέλη της διοίκησης της εξουσίας κατάρτισης προσυμφώνου για την πώληση και μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, η κατάρτιση του προσυμφώνου εμπίπτει στο πεδίο της καταστατικής εξουσίας του Π, καθ’ ότι, σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του ΑΚ 68 εδ. β’, η εξουσία του οργάνου, σε περίπτωση αμφιβολίας, εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη (ερμηνευτικός κανόνας δικαίου). Η δε κατάρτιση προσυμφώνου για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως συνιστά πράξη αναντίλεκτα συναφή σε σχέση με την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως και υπό την έννοια αυτή, εμπίπτει στο πεδίο της καταστατικής εξουσίας της διοίκησης του νομικού προσώπου. Επομένως, με βάση τα προαναφερθέντα, το προσύμφωνο έχει καταρτιστεί ανάμεσα στον Α ως αγοραστή και το Σωματείο Σ ως πωλητή, του οποίου (Σ) η βούληση είναι αυτή που σχηματίζει μέσα στο πλαίσιο της εξουσίας του το καταστατικό όργανο.    

2. Σύμφωνα με την διάταξη του ΑΚ 166, η σύμβαση με την οποία τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση (προσύμφωνο) υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Με δεδομένο ότι τόσο η εκποιητική δικαιοπραξία της μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου (ΑΚ 1033) όσο και η αντίστοιχη υποσχετική δικαιοπραξία της πώλησης δικαιώματος κυριότητας ακινήτου (ΑΚ 369) απαιτούν την τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, το προσύμφωνο θα πρέπει να περιβληθεί και αυτό τον συμβολαιογραφικό τύπο. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί ο νόμιμος αυτός συστατικός