Επίκαιρα

ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΔΑΝΕΙΟ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Χειρισμός και Εκπροσώπηση: Παναγιώτης Θ. Κουμαριώτης

Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, κάνοντας συστηματική εφαρμογή βασικών νομοθετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του Νόμου για την προστασία του Καταναλωτή, προχώρησε στην δικαστική ακύρωση των χρηματικών απαιτήσεων Τράπεζας από προσωπικό δάνειο, απαλλάσσοντας οριστικά τον οφειλέτη από τις δανειακές του υποχρεώσεις. 

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι όροι του δανείου, αναφορικά με το ύψος και τα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι παντελώς παράνομοι, ως καταχρηστικοί και, άρα, άκυροι, καθ’ ότι παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσουν την ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων στην σύμβαση μερών, κατά τρόπο που αντιβαίνει κατάφωρα στις αρχές της καλής πίστης και της αξιοπιστίας των τραπεζικών συναλλαγών.

«Στην υπ’ αρ. […] Σύμβαση ανοικτού προσωπικού δανείου και στον όρο 2.1 αυτής αναφέρεται ότι «ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκο που υπολογίζεται από την ημέρα χρεώσεως του λογαριασμού με βάση το ετήσιο συμβατικό επιτόκιο, το ύψος του οποίου σήμερα είναι το αναγραφόμενο στην αίτηση υπό τον τίτλο «ονομαστικό επιτόκιο». Το επιτόκιο θα είναι κυμαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως. Κάθε μεταβολή του επιτοκίου, θα ανακοινώνεται από την Τράπεζα με δημοσίευση στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο, για τις χρηματοδοτήσεις αυτές θα ισχύει δε από την ως άνω δημοσίευση. Αν, κατά τη διάρκεια του δανείου, το επιτόκιο μεταβληθεί, ο οφειλέτης αποδέχεται από τώρα να καταβάλει το αυξημένο ή μειωμένο επιτόκιο, χωρίς να απαιτείται άλλη ειδική γνωστοποίηση. Η κατά τα ως άνω μεταβολή θα επαναλαμβάνεται και με σχετική σημείωση στο μηνιαίο αντίγραφο λογαριασμού του οφειλέτη». Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένδικη σύμβαση δεν προκύπτει η σχετική πληροφόρηση, που οφείλει να παρέχει η καθής, ως πιστωτικό ίδρυμα, προκειμένου για σύμβαση δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος τους, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες , η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστους του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), δεδομένου ότι η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα (όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κλπ), οι οποίοι όμως δεν αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Το συμφωνηθέν επιτόκιο ως κυμαινόμενο με βάση τις ουσιαστικές διατάξεις του Ν. 2251/1994 και της παραπάνω απόφασης της ΕΤΠΘ/ΤΕ, δεν ορίζεται στον 2.1 όρο της σύμβασης, κατά τρόπο ορισμένο καθώς και η δυνατότητα με όρο τραπεζικής σύμβασης μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, σε περίπτωση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ, περαιτέρω, δεν προσδιορίζονται στην επίδικη σύμβαση τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου («κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου», το γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο», «συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού»), συνδυαζόμενη πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου. Ο 2.1 συμβατικός όρος, που θέτει στη δανειακή σύμβαση ο δανειοδότης (καθής) στην ανακόπτουσα περί κυμαινομένου επιτοκίου, οδηγεί σε έναν έλεγχο που θα γίνει μόνον από την ίδια την Τράπεζα, χωρίς απολύτως σαφή κριτήρια. Ο ως άνω όρος (περί κυμαινομένου επιτοκίου) για να είναι σύμφωνος με την αρχή της διαφάνειας έπρεπε να συγκεκριμενοποιεί το σημείο αναφοράς του κυμαινόμενου επιτοκίου και τους μεταβλητούς συντελεστές, που θα επηρεάσουν αυτό και να περιγράφει επαρκώς τις προϋποθέσεις, τους όρους και τα πλαίσια αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου […]. Συνεπώς ο πιο πάνω 2.1 όρος της ένδικης σύμβασης είναι καταχρηστικός, γιατί παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσει την ισσοροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή και όφειλε η καθής, σύμφωνα με την καλή πίστη, να διαμορφώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο με αναφορά στο Επιτόκιο Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς αυτό είναι εύλογο κριτήριο, που, κατά τη σύμβαση, ερμηνευόμενη όπως η καλή πίστη απαιτεί, καθορίζει στην διάρκειά της τον προσδιορισμό του κυμαινόμενου επιτοκίου. Επομένως, η συμπεριφορά της καθής να διαμορφώσει μονομερώς το επιτόκιο χρίς εύλογα κριτήρια μεταβολής και αξιώνοντας τόκους, που δεν όφειλε η ανακόπτουσα, παραβιάζει την επιταγή της καλής πίστης καθώς και την ΠΔΤΕ 2501/2002, διαταράσσει δε την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, δεδομένου ότι προκαλείται σύγχυση στην ανακόπτουσα για το τι καλύπτει ο τόκος και δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού σε βάρος της, καθιστώντας την απαίτηση της καθής, με εκκαθαρισμένη.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. […] Διαταγή Πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου».

Το Γραφείο μου λαμβάνει με αποτελεσματικότητα όλα τα προβλεπόμενα εξωδικαστικά και ένδικα μέτρα, για την επιτυχή προσβολή Διαταγών Πληρωμής Τραπεζών και την εν γένει ακύρωση δανειακών τραπεζικών απαιτήσεων.